Απόμερο

Απόμερο
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ., 130 κάτ.) του νομού Άρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμβρακικού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παράβυστος — ο / παράβυστος, ον, ΝΜΑ [παραβύω] φρ. «εν κρυπτῴ καὶ παραβύστῳ» σε απόμερο τόπο, σε απόκρυφο μέρος, κρυφά, μυστικά αρχ. 1. αυτός που πηγαίνει κάπου χωρίς να έχει προσκληθεί, που παρεμβαίνει κάπου αυτόκλητος, που χώνεται κάπου με δική του… …   Dictionary of Greek

  • άκρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 950 μ., 221 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ελασσόνος του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αντιχασίων. * * * και άκρα, η (Α ἄκρη και ἄκρα) (Ν και άκρια) 1. το έσχατο όριο ή σημείο πράγματος ή εκτάσεως (σε αντιδιαστολή …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • λαζαρέτο — Παλαιότερη ονομασία για το λοιμοκαθαρτήριο. Πρόκειται για δημόσια νοσοκομειακή εγκατάσταση που συνήθως βρισκόταν σε απόμερο παραλιακό χώρο, κοντά σε λιμάνι. Η παραμονή στο λ. ήταν υποχρεωτική, για ένα διάστημα, στους επιβάτες και στα πληρώματα… …   Dictionary of Greek

  • μοναξιά — η (ΑΜ μοναξιά, Μ και μοναξά και μονάξια και μοναξιά) 1. κατάσταση ανθρώπου που ζει απομονωμένος («μα τη ζωή τσι μοναξάς αγάπα κι ήρεσέ ντου», Ερωτόκρ.) 2. ακατοίκητος τόπος, ερημική τοποθεσία, απόμερο, απόκεντρο μέρος («σαν το σκόρπισμα τού… …   Dictionary of Greek

  • παράμερα — επίρρ. τοπ. 1. κατά μέρος, πιο πέρα, στην μπάντα («κι επήγε με τον φίλον του, παράμερα καθίζει», Ερωτόκρ.) 2. σε απόμερο τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. παραμερέα < παρ(α) * + μσν. μερέα / μερά «μέρος, μεριά»] …   Dictionary of Greek

  • φωλίτσα — η, Ν [φωλιά] 1. υποκορ. μικρή φωλιά 2. μτφ. απόκρυφο, απόμερο καταφύγιο («ερωτική φωλίτσα») …   Dictionary of Greek

  • φωλιά — Το κατάλυμα, η κατοικία, που κατασκευάζουν πολλά ζώα, για να προφυλαχθούν από τις καιρικές μεταβολές και από τους εχθρούς τους, κυρίως όμως για να γεννήσουν και αναθρέψουν εκεί τους απογόνους τους. Φ. φτιάχνουν πολλά θηλαστικά, κυρίως τα τρωκτικά …   Dictionary of Greek

  • αοίκητον — Όρμος, απόμερο και ακατοίκητο λιμανάκι. Ο όρος κυρίως αναφέρεται σε μικρά λιμανάκια όπου μπορούν να βρουν καταφύγιο βάρκες και μικρά καράβια …   Dictionary of Greek

  • γωνιά — η 1. το τζάκι: Ψήσαμε κάστανα στη γωνιά. 2. απόμερο σημείο: Στάθηκα σε μια γωνιά και χάζευα τον κόσμο. 3. η σκληρή άκρη ψωμιού ή γλυκίσματος: Μου αρέσει η γωνιά της πίτας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”